- χρειασίδι
- το всё необходимое (особенно о кухонной утвари)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χρειασίδι — το, Ν (διαλ. τ.) 1. καθετί το απαραίτητο 2. (ιδίως) οικιακό σκεύος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χρειασ τού αορ. χρειάστηκα τού ρ. χρειάζομαι + κατάλ. ίδι (πρβλ. βρισ ίδι, κοψ ίδι)] … Dictionary of Greek
χρειγιά — η, Ν (διαλ. τ.) 1. χρειασίδι 2. αγγείο, δοχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρειά, με ανάπτυξη j μετά από τη συνίζηση τού φωνηεντικού συμπλέγματος ια (πρβλ. γιατρός: ιατρός)] … Dictionary of Greek